παρακλητικός

παρακλητικός
παρακλητικός , -ή, -ό
молящий, умоляющий, вымаливающий;
ΦΡ.
παρακλητικός κανόνας — просительный канон, параклис, например «просительный канон Пресвятой Богородице» – канон, который поется в душевной скорби

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρακλητικός" в других словарях:

  • παρακλητικός — stimulating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια …   Dictionary of Greek

  • παρακλητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, στην ικεσία, ο παρακαλεστικός, ο ικετευτικός: Από το παρακλητικό βλέμμα που μου έριξε, κατάλαβα τη δύσκολη θέση του. 2. το θηλ. ως ουσ., παρακλητική λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παρακλητικός κανόνας — Θρηνητικοί ύμνοι γραμμένοι στη συνηθισμένη μορφή των υμνογραφικών κανόνων. Συνοδεύονται από καθίσματα, από στίχους και άλλα τροπάρια, με τα οποία αποτελούν μικρή παρακλητική ακολουθία που ψάλλεται στους ναούς ή στα σπίτια. Με αυτά επιδιώκεται η… …   Dictionary of Greek

  • παρακλητικά — παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc pl παρακλητικά̱ , παρακλητικός stimulating fem nom/voc/acc dual παρακλητικά̱ , παρακλητικός stimulating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικώτερον — παρακλητικός stimulating adverbial comp παρακλητικός stimulating masc acc comp sg παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικῶν — παρακλητικός stimulating fem gen pl παρακλητικός stimulating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικόν — παρακλητικός stimulating masc acc sg παρακλητικός stimulating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικαῖς — παρακλητικός stimulating fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικοῖς — παρακλητικός stimulating masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικοί — παρακλητικός stimulating masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»